Κατά συρροή δολοφόνοι: τα τέρατα στην ντουλάπα μας
Όταν κάποιος αποφασίσει να γράψει για ένα τόσο περίεργο θέμα, όπως την ψυχολογία των κατά συρροή δολοφόνων, σίγουρα κινδυνεύει να χαθεί μέσα σε εγκληματολογικού τύπου αναλύσεις και κανιβαλιστικές αναφορές ανάλογες των αστυνομικών βιβλίων μυστηρίου. Θέλοντας να αποφύγω κυρίως το δεύτερο δεν πρόκειται να αναφερθώ σε περιπτωσιακές μελέτες δολοφόνων. Θα προτιμήσω η αναφορά μου στο θέμα των δολοφόνων να κινηθεί σε δύο άξονες: την μέση ψυχογραφία των κατά συρροή δολοφόνων και στα αίτια που μπορεί να οδηγήσουν σε ανάπτυξη μιας τόσο βίαιης συμπεριφοράς Σύμφωνα με το Λεξικό Τριανταφυλλίδη η δολοφονία ορίζεται ως “ένας προμελετημένος φόνος με δόλιο τρόπο”. Επομένως, όταν μιλάμε για κατά συρροή δολοφόνους αναφερόμαστε σε άτομα που αφαιρούν πολλές ανθρώπινες ζωές χωρίς κάποιο εμφανές κίνητρο, πέραν ίσως της προσωπικής τους ευχαρίστησης. Με αυτόν τον τρόπο αφαιρούνται από τη λίστα μας άτομα που σκότωσαν μεν πολλούς συνανθρώπους τους, αλλά το έκαναν είτε λόγω ανάγκης για επιβίωση (π.χ. περιπτώσεις κανιβαλισμού λόγω πείνας) είτε για αυτοάμυνα ή πολεμικούς σκοπούς (π.χ. στρατιώτες). Προσωπικά βεβαίως θα ήθελα πολύ να μελετήσω και την ψυχολογία του στρατιώτη που αισθανόμενος ως πιόνι μιας ανώτερης δύναμης (π.χ. καθήκον, διαταγές) προχωρεί σε μαζικές εκτελέσεις στρατιωτών και πολιτών, αλλά αυτό είναι θέμα για άλλο post. Άλλωστε ο Dr. Zimbardo καλύπτει αρκετά αυτό το θέμα στο βιβλίο του “The Lucifer Effect” για το οποίο έγραψα προ ολίγων ημερών.
Τι συμβαίνει στο μυαλό ενός δολοφόνου;
Στο ευρύ κοινό κυριαρχεί η αντίληψη πως οι κατά συρροή δολοφόνοι είναι και ψυχοπαθείς. Αυτό είναι εν μέρει σωστό, αλλά φυσικά δεν ισχύει πάντοτε, τουλάχιστον υπό την οπτική γωνία που θέλει τα άτομα αυτά ως σχιζοφρενή και επομένως αποκομμένα από την πραγματικότητα. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε στις περισσότερες των περιπτώσεων τα άτομα αυτά καταδικάζονται με τις σκληρότερες ποινές (θανατική ποινή ή πολλάκις ισόβια), καθώς το δικαστήριο δεν κάνει δεκτό το αίτημα της διαταραγμένης ψυχικής υγείας που έχει ως αποτέλεσμα την έλλειψη αυτοελέγχου. Οι περισσότεροι κατά συρροή δολοφόνοι έχουν πολύ καλή αντίληψη της ηθικής και γνωρίζουν πότε μια πράξη τους είναι σωστή ή όχι, βάσει των κοινωνικών κανόνων. Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να πράξουν το κακό, μιας και τα ψυχολογικά οφέλη που έχουν από τη δολοφονία τους ικανοποιούν και σβήνουν τον φόβο της τιμωρίας. Σίγουρα όμως οι περισσότεροι κατά συρροή δολοφόνοι παρουσιάζουν έντονα σημάδια ενεργούς ψυχοπαθολογίας σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό.
Οι κατά συρροήν δολοφόνοι είναι πολύ πιο πιθανό να επιτεθούν και να σκοτώσουν ξένα άτομα, παρά άτομα του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Υπάρχουν βεβαίως και οι εξαιρέσεις όπου κάποιος κατάφερε να αποδεκατίσει σχεδόν ολόκληρη την οικογένειά του πριν κινήσει τις υποψίες και συλληφθεί, αλλά αυτό απλά επιβεβαιώνει τον κανόνα. Η έλλειψη διαπροσωπικής επαφής αφενός δεν αφήνει περιθώρια συναισθηματικού δεσμού μεταξύ θύτη και θύματος και αφετέρου επιτρέπει πιο εύκολη κάλυψη του δράστη, μιας και όντας ξένος με το θύμα και την οικογένειά του, δεν μπορεί να κινήσει υποψίες. Οι δράστες μάλιστα τείνουν να επιλέγουν όσο το δυνατόν πιο αδύναμα θύματα ώστε να αυξήσουν τις πιθανότητες επιτυχίας και να μειώσουν τις πιθανότητες αντίστασης και επιβίωσης του θύματος. Έτσι, τα πιο πολλά θύματα είναι γυναίκες και μικρά παιδιά, ενώ οι πιο πολλοί θύτες είναι άνδρες, συνήθως νεαρής ηλικίας 20-30 ετών. Όπως είπαμε και στην εισαγωγή μας, οι κατά συρροή δολοφόνοι δεν σκοτώνουν για κάποιο προσωπικό τους όφελος, πέραν της ικανοποίησής τους. Γι’ αυτό άλλωστε και τα περισσότερα θύματα βρίσκονται με ανέπαφα τα προσωπικά τους είδη αξίας. Μιλάμε ουσιαστικά για ένα έγκλημα πάθους με αυτοσκοπό την ευχαρίστηση της εξουσίας που απολαμβάνει ο δολοφόνος.
Κάποιοι[2] διαχωρίζουν τους κατά συρροή δολοφόνους σε δύο κατηγορίες: στους ψυχωσικούς και τους ψυχοπαθείς. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται τα άτομα που δεν έχουν ηθική συνείδηση λόγω ενεργούς ψυχοπαθολογίας, η οποία μπορεί να διαγνωσθεί έπειτα από ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη. Οι ψυχωσικοί είναι άτομα που είναι αποκομμένα από την πραγματικότητα, έχουν παραισθήσεις ή ψευδαισθήσεις και έχουν παραδώσει την ηθική τους ευθύνη σε κάποια τρίτη δύναμη που συνήθως την αντιλαμβάνονται μέσω φωνών που τους δίνουν διαταγές ή “σημάδια” που τους καθοδηγούν. Αυτές οι ψευδαισθήσεις σε πολλές περιπτώσεις είναι ντυμένες με κάποιο θρησκευτικό/παραθρησκευτικό μανδύα και έχουν την μορφή δαιμόνων, πνευμάτων ή ακόμη και του ίδιου του Θεού. Άλλες φορές οι ψευδαισθήσεις περιορίζονται σε μια άγνωστη φωνή “μέσα στον εγκέφαλο” που διψάει για αίμα, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις δολοφόνων που πιστεύουν ότι κάποιος τρίτος έλεγχε το σώμα τους τη στιγμή της δολοφονίας. Πρέπει να σημειωθεί πως οι ψυχωσικοί δολοφόνοι, εφόσον μπορέσουν να μειώσουν τα ψυχωσικά τους συμπτώματα και να έρθουν σε επαφή με την πραγματικότητα, πολύ συχνά νιώθουν τύψεις για ότι έχουν κάνει, αλλά πιστεύουν πως ήταν αδύνατο να το σταματήσουν. Λόγω ακριβώς της ύπαρξης ενεργούς ψυχοπαθολογίας κατά τη διάρκεια διάπραξης των δολοφονιών, η οποία δεν επέτρεπε την σωστή ηθική κρίση, τα δικαστήρια σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούν να δεχτούν κάποια ελαφρυντικά.
Οι ψυχωσικοί είναι συγκριτικά ένας μικρός αριθμός των κατά συρροή δολοφόνων, σε σχέση με τους μη-ψυχωσικούς που έχουν απόλυτη επαφή με την πραγματικότητα. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε πως τα ψυχωσικά συμπτώματα δεν θα πρέπει να ταυτίζονται με την εικόνα του δολοφόνου. Ένας ελάχιστος αριθμός ψυχωσικών διαπράττει δολοφονίες, και σίγουρα αυτός ο αριθμός στατιστικά δεν είναι μεγαλύτερος από την αναλογία των δολοφόνων ανάμεσα στους μη-ψυχωσικούς. Δυστυχώς η ταύτιση ψυχικών διαταραχών με δολοφονικές φιγούρες έχει δαιμονοποιήσει αρκετές ψυχικές διαταραχές και κυρίως την σχιζοφρένεια.
Στην δεύτερη -και μεγαλύτερη- κατηγορία κατατάσσονται οι μη-ψυχωσικοί, αλλά ψυχοπαθείς δολοφόνοι. Αυτοί οι δολοφόνοι δεν παρουσιάζουν κανενός είδους ψευδαισθήσεις ή παραισθήσεις, έχουν απόλυτη γνώση των ηθικών κανόνων, αλλά δεν τους νοιάζει εάν αυτό που κάνουν είναι σωστό ή λάθος. Τους αρκεί η προσωπική τους ευχαρίστηση από τη δολοφονία και την επίδειξη εξουσίας. Αυτά τα άτομα δεν έχουν ισχυρή ηθική συνείδηση και γι’ αυτό το λόγο δεν νοιώθουν καθόλου ενοχές. Οι κατά συρροή δολοφόνοι όχι μόνο δεν νιώθουν τύψεις για τα εγκλήματά τους, αλλά θέλουν να ταυτίσουν τα θύματά τους με τους ίδιους. Βλέπουν τα θύματά τους ως τρόπαια μιας πράξης για την οποία είναι περήφανοι. Γι’ αυτό άλλωστε πολλές φορές οι δολοφόνοι κρατούν “αναμνηστικά” από τα θύματά τους (π.χ. προσωπικά αντικείμενα, ακρωτηριασμένα σωματικά μέλη, ζωτικά όργανα κτλ)[3] .
Συνήθως είναι άτομα που ξεχωρίζουν στην παρέα λόγω των ψυχρών συναισθημάτων και της απομόνωσής τους. Σπάνια μοιράζονται πράγματα για τον εαυτό τους και δεν κάνουν προσπάθειες να καταλάβουν τα συναισθήματα των ανθρώπων γύρω τους. Πέραν δηλαδή των επίπεδων συναισθημάτων τους παρουσιάζουν και σαφή έλλειψη ενσυναίσθησης.
Πολλοί από τους κατά συρροή δολοφόνους εμφανίζονται με έντονη και χρόνια αντικοινωνική συμπεριφορά. Δεν ενδιαφέρονται για τους κοινωνικούς κανόνες, είναι βίαιοι, βλάπτουν -σωματικά και ψυχικά- τα άτομα του περιβάλλοντός τους, ενώ σχεδόν πάντοτε είναι βάναυσοι με τα ζώα, τα οποία είναι και τα πρώτα τους θύματα. Βλέπουμε δηλαδή ότι η δολοφονία δεν είναι παρά ο τελικός σταθμός μιας προϋπάρχουσας αντικοινωνικής συμπεριφοράς που είναι ενεργή για πολλά χρόνια και η οποία μπορεί να ξεκινάει από μικρή ηλικία με κάποιες “αθώες” πράξεις όπως κλοπές, βασανισμούς και θανάτωση ζώων, πολλαπλούς καυγάδες με άλλα παιδιά, έντονη εκδικητικότητα στις σχέσεις τους κτλ.
Πρώιμες Ενδείξεις και Αίτια
Όπως πάντα, οι παράγοντες που φαίνεται να επηρεάζουν την ανάπτυξη έντονης αντικοινωνικής συμπεριφοράς που μπορεί να οδηγήσει σε κατά συρροή δολοφονίες χωρίζονται σε ψυχολογικούς/περιβαλλοντικούς και βιολογικούς. Δεν πρόκειται όμως για αλληλοαποκλειόμενα αίτια. Ανάλογα με την περίπτωση, το περιβάλλον και οι γενετικοί παράγοντες παίζουν διαφορετικό ρόλο και έχουν διαφορετική επίδραση στην τελική διαμόρφωση της δολοφονικής προσωπικότητας.
Περιβάλλον
Στις πλείστες των περιπτώσεων οι θύτες τέτοιων δολοφονιών προέρχονται από ένα διαταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον το οποίο τους άφησε μεγάλα συναισθηματικά κενά και αισθήματα ανασφάλειας και μειονεξίας. Ένα 60% των ατόμων που παρουσιάζουν αντικοινωνική συμπεριφορά, και επομένως και των κατά συρροή δολοφόνων, έχει χάσει τουλάχιστον έναν από τους δύο γονείς ή οι γονείς αδιαφορούσαν επιδεικτικά για την ανατροφή του παιδιού τους[4] . Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι μεγάλο ποσοστό των κατά συρροή δολοφόνων έχουν πέσει θύματα βιασμού ή/και σωματικής και ψυχολογικής βίας στα παιδικά τους χρόνια. Όπως και στην περίπτωση των θυτών οικογενειακής βίας, τα βίαια συμπεριφορικά μοτίβα που έζησαν ως παιδιά τείνουν να τα επαναλαμβάνουν και ως ενήλικες, αλλά από τη θέση του θύτη αυτή τη φορά.
Όπως βλέπουμε δηλαδή, το κακό οικογενειακό περιβάλλον παίζει καταλυτικό ρόλο στην διαμόρφωση ατόμων με έντονη αντικοινωνική συμπεριφορά και σκέψεις. Φυσικά δεν σημαίνει ότι όποιος έχει μεγαλώσει σε ένα σκληρό περιβάλλον θα γίνει απαραίτητα εγκληματίας και δη δολοφόνος! Απλά τέτοια περιβάλλοντα έχουν μεγαλύτερη επίδραση σε άτομα που έτσι και αλλιώς έχουν κάποια ευαίσθητη ψυχολογική κράση.
Βιολογία
Υπάρχουν έρευνες που αποκαλύπτουν την βιολογική βάση της αντικοινωνικής συμπεριφοράς[5] . Πριν λίγα χρόνια έγινε μια έρευνα στην Δανία σε υποκείμενα άτομα που έχουν αναπτύξει αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας. Τα άτομα αυτά ήταν όλα υιοθετημένα, οπότε αυτό που έκαναν οι επιστήμονες ήταν να ελέγξουν εάν οι βιολογικοί συγγενείς είχαν αναπτύξει αυτή τη διαταραχή. Το αποτέλεσμα της έρευνας ήταν ξεκάθαρο: οι βιολογικοί συγγενείς των αντικοινωνικών ατόμων ήταν 4-5 φορές πιο πιθανό να έχουν αναπτύξει την διαταραχή αυτή, σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Η σύγχρονη επιστήμη όμως υπογραμμίζει και άλλες φυσιολογικές διαφορές μεταξύ του μέσου πληθυσμού και των ψυχοπαθών δολοφόνων. Για παράδειγμα έχει βρεθεί ότι ένας στους τρεις ψυχοπαθείς παρουσιάζει ανωμαλίες στα εγκεφαλικά κύματα EEG, καθώς αυτά είναι πιο αργά σε σχέση με τον μέσο ενήλικα. Μια θεωρία είναι πως οι εγκέφαλοι των ψυχοπαθών αναπτύσσονται με πιο αργούς ρυθμούς, αλλά χρειάζονται περισσότερες φυσιολογικές αποδείξεις για να αποδειχθεί κάτι τέτοιο.
Καθώς πολλοί πιστεύουν ότι το μυστικό για να κατανοήσουμε την συμπεριφορά των ψυχοπαθών είναι η βιολογία, δεν είναι λίγοι οι ερευνητές που στρέφονται στην έρευνα των εγκεφάλων των ψυχοπαθών, με την ελπίδα ότι θα καταφέρουν να εντοπίσουν κάποιες διαφορές σε σχέση με τους εγκεφάλους μη-ψυχοπαθών ατόμων. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η έρευνα του Δρ. Kiehl, καθηγητή ψυχολογίας και νευροεπιστημών του πανεπιστήμιου του Νότιου Μεξικού[6] . Η ιδέα της έρευνας είναι απλή. Υπολογίζεται πως ένας στους τέσσερις κρατούμενους στις φυλακές των ΗΠΑ παρουσιάζει ήπια ή σοβαρότερης μορφής συμπτώματα αντικοινωνικής και ψυχοπαθούς προσωπικότητας. Αυτό που κάνει ο Δρ. Kiehl είναι να πηγαίνει στις φυλακές, να μετράει τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων και στη συνέχεια, με ένα μικρό fMRI scanner να παίρνει κάποιες εικόνες του εγκεφάλου. Το ίδιο κάνει και με τους φυλακισμένους που δεν παρουσιάζουν συμπτώματα, αλλά και με μη φυλακισμένους που ούτε αυτοί έχουν συμπτώματα. Στο τέλος συγκρίνει αυτές τις 3 ομάδες και βλέπει σε τι διαφέρουν οι αντικοινωνικοί/ψυχοπαθείς.
Η ομάδα του Δρ. Kiehl, με τα αποτελέσματα που έχει έως τώρα, πιστεύει πως η κύρια διαφορά μεταξύ ψυχοπαθών και υπόλοιπου πληθυσμού είναι κάποιες ανωμαλίες του παραλιμβικού συστήματος, το οποίο σχετίζεται με την κατανόηση και έκφραση του συναισθήματος. Αυτά τα πρώιμα αποτελέσματα έρχονται να υποστηρίξουν την θεωρία περί ανωμαλίας ή καθυστερημένης ανάπτυξης του εγκεφάλου ως κύρια αιτία ανάπτυξης της ψυχοπαθούς συμπεριφοράς των κατά συρροή δολοφόνων.
Βεβαίως, όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά και κάθε νέο στοιχείο στον τομέα της ψυχοπαθολογίας των εγκληματιών πρέπει να ερευνάται από πολλές και διαφορετικές σκοπιές, καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα δικαστήρια μπορούν να επηρεαστούν εύκολα υπέρ ή κατά ενός κατηγορουμένου βάσει των αιτιών που αποδίδει η ψυχιατρική στην συμπεριφορά τους
πηγή psychologein..
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου