“Enriqueta Martì, το βαμπίρ της Βαρκελώνης ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΕΝΗΛΙΚΕΣ +18
Enriqueta Martì μια γυναίκα που με τα όσα έκανε προκαλει συναισθήματα αηδιασ κ ανατριχίλας.Εισαγωγή
Την τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου του 1909, η Βαρκελώνη ζει ταραγμένες ημέρες. Επαναλαμβανόμενες, αιματηρές συμπλοκές μεταξύ του στρατού και της εργατικής τάξης της Βαρκελώνης, έχουν οδηγήσει σε μια γενίκευση της σύρραξης μεταξύ αναρχικών και συντηρητικών. Τα αιματηρά αυτά γεγονότα, που διήρκεσαν από τις 25 Ιουλίου μέχρι και τις 2 Αυγούστου του 1909, θα μείνουν στην ιστορία ως η «Τραγική Εβδομάδα» της Βαρκελώνης (La Semana Trágica). Οι απώλειες, για την αστυνομία και το στρατό, θα ανέλθουν σε οκτώ νεκρούς και 124 τραυματίες, ενώ από τους πολίτες θα χάσουν τη ζωή τους περίπου 150 άτομα.
Κατά τη διάρκεια των επεισοδίων, η αστυνομία εισέβαλε σε ένα μεγάλο αριθμό σπιτιών, αναζητώντας γιάφκες αναρχικών. Σε μία από αυτές τις επιδρομές έπεσε πάνω σε ένα πολύ ιδιαίτερο πορνείο: οι πόρνες δν ήταν παρά μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, ηλικίας από τριών έως –το πολύ- δεκατεσσάρων ετών. Σοκαρισμένοι οι αστυνομικοί προβαίνουν, χωρίς δεύτερη σκέψη, στη σύλληψη της ιδιοκτήτριας του πορνείου, της καταλανής Enriqueta Martì ì Rippollés, ηλικίας 41 ετών. Όμως, κάποιο μυστηριώδες χέρι που, προφανώς, ανήκε σε άνθρωπο με μεγάλη ισχύ και επιρροή, θα κινήσει αόρατα νήματα και η Martì θα αφεθεί άμεσα ελεύθερη. Θα χρειαστεί να περάσουν τρία χρόνια πριν συναντηθεί ξανά με την αστυνομία, αυτή τη φορά κάτω από φρικιαστικές συνθήκες.Η αρχή της «επιχείρησης»
Η Enriqueta Martì γεννήθηκε το 1868 στο San Felíu de Clobregart, στην Καταλανία της Ισπανίας. Σε πολύ νεαρή ηλικία μετοίκησε στη Βαρκελώνη, όπου εργαζόταν ως νταντά σε διάφορες ευκατάστατες οικογένειες. Ήταν όμορφη κοπέλα και σύντομα συνειδητοποίησε ότι θα μπορούσε να αυξήσει το εισόδημά της, αν παρείχε και άλλες υπηρεσίες –εκτός από αυτές της γκουβερνάντας- στους κυρίους των σπιτιών που εργαζόταν. Πολύ γρήγορα άλλαξε εντελώς επάγγελμα και έγινε πόρνη, εργαζόμενη τόσο στα πορνεία –που την εποχή εκείνη αφθονούσαν στη Βαρκελώνη- όσο και σε άλλες επιχειρήσεις, που όμως προσέφεραν υπηρεσίες πορνείου. Δεν πέρασε πολύς καιρός και είχε ήδη αποκτήσει τη φήμη της πιο ακόλαστης πόρνης, στην «αμαρτωλή» συνοικία της Βαρκελώνης, που εκτεινόταν από το λιμάνι μέχρι την Πύλη της Santa Madrone.Το 1895 παντρεύτηκε έναν καλλιτέχνη, τον ζωγράφο Joan Pujaló, ο γάμος τους όμως δεν θα διαρκέσει πολύ. Σύμφωνα με τον Pujaló, αιτία ήταν το αχαλίνωτο ενδιαφέρον της Enriqueta για τους άντρες, ο παράξενος και ιδιότροπος χαρακτήρας της, η ακόλαστη ζωή της και οι ασταμάτητες επισκέψεις της στους χώρους της προηγούμενης δουλειάς της. Παρόλο που, πλέον, ήταν μια παντρεμένη γυναίκα, η Enriqueta δεν έπαψε να επισκέπτεται τα πορνεία και να συναναστρέφεται τον υπόκοσμο της πόλης. Το ζευγάρι θα αποφασίσει, από κοινού, να χωρίσει. Το 1912 που θα συλληφθεί η Enriqueta, θα μετράνε πάνω από πέντε χρόνια σε διάσταση και δεν θα έχουν αποκτήσει παιδιά.
Η Enriqueta άρχισε να ζει μια διπλή ζωή. Την ημέρα σύχναζε σε άσυλα απόρων, μοναστήρια και εκκλησίες, επαιτώντας, ντυμένη με κουρέλια και κρατώντας συχνά από το χέρι παιδιά, που δεν ήταν δικά της. Η εικόνα μιας πάμφτωχης μάνας που ζητιανεύει για τα παιδιά της, έκανε τους κατοίκους της Βαρκελώνης να ανοίγουν πρόθυμα τα πορτοφόλια τους. Αργότερα, αυτά τα παιδιά, θα τα εξέδιδε ή θα τα δολοφονούσε. Δεν είχε καμία απολύτως ανάγκη να ζητιανεύει, καθώς το διπλό της επάγγελμα, προαγωγός παιδιών και πόρνη η ίδια, της απέφερε αρκετά έσοδα ώστε να ζει πλουσιοπάροχα. Η επαιτεία δεν ήταν παρά ένα παραπέτασμα καπνού.
Τις νύχτες έβγαζε από πάνω της τα κουρέλια, ντυνόταν με πολυτελή βραδινά φορέματα και καπέλα και σύχναζε στο Θέατρο del Liceu ή στο Καζίνο της Arrabassada, όπου συναναστρεφόταν την υψηλή κοινωνία της Βαρκελώνης και αποκτούσε τις γνωριμίες εκείνες που θα της φαίνονταν πολύ χρήσιμες στην πρώτη της σύλληψη, κατά τη διάρκεια των ταραχών του 1909. Σ’ αυτούς τους κύκλους ήταν που άρχισε την καριέρα της ως εξειδικευμένη προαγωγός πολύ μικρών παιδιών.Η πρώτη της επιχείρηση είχε ήδη στηθεί. Ένα σπίτι σε μια κακόφημη συνοικία της Βαρκελώνης έγινε το πορνείο της Enriqueta. Υπηρεσίες εκεί προσέφεραν αποκλειστικά παιδιά, ηλικίας 3 έως 14 ετών. Πελάτες της ήταν άνδρες από τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα της πόλεις, με διεστραμμένες ορέξεις και υπερβολικά φουσκωμένα πορτοφόλια. Όταν ανακαλύφθηκε το φρικτό πορνείο της το 1909, οι αστυνομικοί –εκτός από την ίδια- συνέλαβαν και κάποιους από τους πελάτες της, όλους τους ηχηρά ονόματα του πολιτικού και οικονομικού χώρου της πόλης. Είναι κατανοητό, επομένως, γιατί η Enriqueta δεν υπέστη καμία συνέπεια, πέρα από το κλείσιμο του συγκεκριμένου πορνείου, και αφέθηκε ελεύθερη να συνεχίσει αλλού τη δραστηριότητά της σε ένα οίκημα της οδού Ponent και όχι μόνο.
Προαγωγός και μάγισσα
Η Enriqueta Marti ήταν μια πανέξυπνη γυναίκα. Είχε δέσμιους τους άντρες της αφρόκρεμας της Βαρκελώνης, ικανοποιώντας τις διαστροφές και τα βίτσια τους. Αποφάσισε να κάνει το ίδιο και με τις γυναίκες τους, αναπτύσσοντας μιαν άλλη δραστηριότητα: αυτήν της μάγισσας. Έφτιαχνε φίλτρα, υποτίθεται παντοδύναμα, με σπάνια και δυσεύρετα υλικά, ικανά να εκπληρώσουν κάθε επιθυμία και κάθε πόθο, κρυφό ή φανερό: να γητέψουν άνδρες, να θεραπεύσουν αρρώστιες, να κάνουν στείρες γυναίκες γόνιμες και ό,τι ακόμα βάλει ο νους του ανθρώπου.
Τα υλικά των φίλτρων της δεν ήταν άγνωστα στις πελάτισσές της, εξαιτίας μάλιστα της ιδιαιτερότητάς τους στοίχιζαν πανάκριβα και, υποτίθεται, ήταν απολύτως αποτελεσματικά. Ήταν φίλτρα φτιαγμένα από μαλλιά, λίπος, αίμα και κονιορτοποιημένα οστά παιδιών. Όσο πιο μικρό το παιδί, τόσο πιο αποτελεσματικό –επομένως και ακριβότερο- το φίλτρο.
Η μέθοδος εξεύρεσης των σπάνιων υλικών ήταν απλή. Η Enriqueta περπατούσε στους δρόμους των φτωχογειτονιών της Βαρκελώνης ντυμένη με έναν φαρδύ, μαύρο μανδύα. Όταν συναντούσε κάποιο μικρό παιδί που προχωρούσε μονάχο ή έπαιζε απομονωμένο, το πλησίαζε και το άρπαζε, σκεπάζοντάς το με τον μανδύα της. Είχε πολλά ακίνητα, διασκορπισμένα σε ολόκληρη την πόλη, έτσι υπήρχε πάντα κάποιος χώρος, σε μικρή απόσταση, για να κρύψει αρχικά το παιδί. Στη συνέχεια το μετέφερε σε ένα από τα πορνεία της, όπου το παιδί θα παραδιδόταν στις ακόλαστες ορέξεις των παιδόφιλων της Βαρκελώνης ή θα κατέληγε πρώτη ύλη για τα ελιξίρια και μαγικά φίλτρα της Enriqueta. Πολύ συχνά συνέβαιναν και τα δύο.Η απαγωγή της Teresita
Τον Φεβρουάριου του 1912, οι κάτοικοι της Βαρκελώνης είχαν θορυβηθεί από την εξαφάνιση μιας μικρής, ηλικίας μόλις πέντε ετών, της Teresita Guitart. Οι λεπτομέρειες της εξαφάνισης, καθώς και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή έγινε, θα απασχολήσουν επί μακρόν τον τύπο της εποχής.
Είχε πέσει το σούρουπο, στις 10 Φεβρουαρίου του 1912, στην οδό San Vicente. Η Ana, μητέρα της Teresita, σταμάτησε έξω από την πόρτα του σπιτιού τους για να καλησπερίσει μια γειτόνισσα και να κουβεντιάσει για λίγο μαζί της. Άφησε το χέρι της μικρής, που κρατούσε μέχρι εκείνη την ώρα, σίγουρη πως το κοριτσάκι θα ανέβαινε στο διαμέρισμά τους. Όταν λίγη ώρα αργότερα ανέβηκε εκείνη, ο άντρας της τη ρώτησε που ήταν η μικρή. Η δύστυχη μάνα άφησε μια κραυγή, χύθηκε στη σκάλα και στη συνέχεια στο δρόμο, φωνάζοντας και αναζητώντας την Teresita. Ήταν όμως αργά. Το παιδάκι είχε εξαφανιστεί.
Αυτό που είχε συμβεί ήταν το εξής: δευτερόλεπτα πριν η Teresita περάσει το κατώφλι του σπιτιού της, μια γυναίκα την έπιασε από το χέρι και της είπε γλυκά: «Έλα από εδώ, γλυκούλι μου, έχω καραμελίτσες να σου δώσω». Η μικρή, συνειδητοποιώντας πως η γυναίκα την τραβούσε μακριά από την εξώπορτα του σπιτιού της και τη μητέρα της που στεκόταν εκεί, προσπάθησε να ξεφύγει αλλά μάταια. Το σφίξιμο στο χέρι της έγινε πιο δυνατό και ένας μαύρος μανδύας την τύλιξε ολόκληρη. Η γυναίκα, κουβαλώντας την, σκεπασμένη με τον μανδύα, παιδούλα στην αγκαλιά της, χάθηκε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας που κατέβαινε γοργά.
Η Βαρκελώνη ζούσε ήδη δύο εβδομάδες με την αγωνία για την τύχη της Teresita να την κρατά άγρυπνη τις νύχτες. Όλες οι προσπάθειες, τόσο της οικογένειας της μικρής όσο και της αστυνομίας, είχαν οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Θα ήταν μια διάκριτη γυναίκα, μια κοινή κουτσομπόλα της γειτονιάς, εκείνη που πα αποκάλυπτε το μέρος που βρισκόταν φυλακισμένη η Teresita. Το όνομά της ήταν Claudina Elias.Η αποκάλυψη
Μια από τις πιο αγαπημένες συνήθειες της Claudina Elias, ήταν να κάθεται κοντά στο παράθυρό της ώστε να μπορεί να παρακολουθεί το κάθε τι που συνέβαινε στην οδό Ponent. Έτσι, είχε προσέξει ότι σε ένα από τα διαμερίσματα της απέναντι πολυκατοικίας, ζούσε μια γυναίκα με τρία παιδιά, ένα αγόρι και δύο κορίτσια, όλα μικρής ηλικίας. Το ένα από τα κοριτσάκια της φαινόταν πως είχε μιαν εξαιρετική ομοιότητα με την εξαφανισμένη Teresita. Ευτυχώς που ήταν φλύαρη και δεν κράτησε την εντύπωσή της για τον εαυτό της. Μίλησε στον ιδιοκτήτη ενός καταστήματος με στρώματα, που βρισκόταν στον ίδιο δρόμο, ο οποίος με τη σειρά του ενημέρωσε τον φίλο του José Asens, δημοτικό αστυνομικό, που κι εκείνος ανέφερε τις υποψίες της Claudina στον αρχηγό του, Ταγματάρχη Ribot.
Έτσι, λοιπόν, νωρίς το πρωί της 27ης Φεβρουαρίου του 1912, ο Tαγματάρχης Ribot και οι άνδρες του, χτυπούσαν την πόρτα του διαμερίσματος 1α, στον αριθμό 29 της οδού Ponent. Τους άνοιξε μια αγουροξυπνημένη γυναίκα. Ο Ribot είπε πως ήταν υγειονομικός επιθεωρητής και γνωστοποίησε την πρόθεσή του να ψάξει το διαμέρισμα, καθώς υπήρχε μια καταγγελία πως η γυναίκα διατηρούσε κότες σε αυτό. Εκείνη διαμαρτυρήθηκε λέγοντας πως η καταγγελία ήταν γελοία και είπε στον Ribot πως χρειαζόταν ένταλμα προκειμένου να ελέγξει το σπίτι της. Όμως εκείνος είχε ήδη προχωρήσει μέσα και βρισκόταν απέναντι σε δύο τρομαγμένα κοριτσάκια. Πλησίασε το μικρότερο, που κρατούσε το κεφάλι του σκυμμένο, και το ρώτησε το όνομά του. «Felicidad», απάντησε η μικρή. «Είσαι σίγουρη;», της είπε ο Ribot. «Δε σε λένε Teresita;» «Εδώ με φωνάζουν Felicidad», είπε πάλι εκείνη.
Ο Ribot ρώτησε τη γυναίκα ποια ήταν η μικρή κι εκείνη απάντησε πως δεν γνώριζε. Ισχυρίστηκε πως την είχε μαζέψει από το δρόμο, μόλις την προηγούμενη ημέρα, καθώς είχε χαθεί, ήταν φοβισμένη και πεινούσε. Για την άλλη μικρή ισχυρίστηκε πως την έλεγαν Angelita και ήταν κόρη της. Στο διαμέρισμα δεν φαινόταν πουθενά το αγοράκι που η Claudina Elias είχε δει τις προηγούμενες ημέρας. Ο Ribot κατηγόρησε τη γυναίκα για απαγωγή και τη συνέλαβε. Στο αρχηγείο της αστυνομίας όπου μεταφέρθηκε, διαπιστώθηκε πως επρόκειτο για την Enriqueta Marti I Ripollés, 43 ετών, και με προγενέστερες κατηγορίες αρπαγής και διαφθοράς ανηλίκων να τη βαραίνουν.
Οι εξομολογήσεις της φρίκης
Οι έρευνες του Ribot για το πρόσωπο της Marti είχαν αποτέλεσμα. Αποκαλύφθηκε το παρελθόν της ως πόρνης και ως συζύγου του ζωγράφου Pujalò, ο οποίος μίλησε για το γάμο και το διαζύγιό τους, καθώς και για την έκλυτη ζωή της Enriqueta που οδήγησε στη διάλυσή του. Δήλωσε πως ουδέποτε απέκτησαν παιδιά.Όμως, η αληθινή φρίκη θα ξεχυθεί μέσα από τις καταθέσεις των δύο μικρών κοριτσιών. Θα αποδειχθεί, πέρα από κάθε αμφιβολία, πως η Enriqueta Marti ήταν κάτι περισσότερο από απαγωγέας και διαφθορέας παιδιών.
Η Teresita κατέθεσε πως η Enriqueta προσπάθησε να της αλλάξει την εμφάνιση, κόβοντάς της τα μαλλιά. Είπε στους αστυνομικούς πως η γυναίκα της δήλωσε πως, πλέον, το όνομά της ήταν Felicidad, πως δεν είχε πατέρα, πως εκείνη ήταν η μητέρα της και θα έπρεπε η μικρή να την αποκαλεί «μαμά», όταν θα βρίσκονταν εκτός σπιτιού. Όμως δεν της επιτρεπόταν να βγαίνει έξω, ούτε καν στο μπαλκόνι. Επίσης της απαγορευόταν να πλησιάζει τα παράθυρα. Η τροφή της Teresina αποτελούταν αποκλειστικά από πατάτες και μπαγιάτικο ψωμί. Η μικρή κατέθεσε πως η Enriqueta δεν την χτυπούσε, μόνο –που και που- της έδινε δυνατές τσιμπιές.Η μόνη της διασκέδαση ήταν το παιχνίδι με την Angelita, καθώς εκείνη δεν είχε δει ποτέ στο διαμέρισμα τον Pepito, το μικρό αγόρι. Υπήρξαν φορές που έμεναν μόνες οι δυο τους στο σπίτι και ήταν αρκετά τρομακτικό, καθώς ο παραμικρός θόρυβος τις φόβιζε. Μια από αυτές τις φορές η Angelita της είπε: «πάμε να δούμε τι έχει η μαμά σ’ εκείνα τα δωμάτια που δεν μας αφήνει να μπούμε». Και, κρατημένες από το χέρι, προχώρησαν στα σκοτεινά, απαγορευμένα δωμάτια. Η Teresita σκόνταψε σε ένα σακί στο πάτωμα. Τα κορίτσια το άνοιξαν και ανακάλυψαν έντρομα ένα μεγάλο μαχαίρι και παιδικά ρούχα, ποτισμένα στο αίμα.
Η κατάθεση της Angelita ήταν ακόμα πιο σοκαριστική. Εκείνη βρισκόταν περισσότερο καιρό στα χέρια της Marti και είχε γνωρίσει τον Pepito, ένα συνομήλικό της αγόρι. Είπε πως είχε δει κρυφά την Enriqueta να αρπάζει τον Pepito, να τον πετά πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και να τον μαχαιρώνει πολλές φορές. Φοβήθηκε πως θα είχε την ίδια τύχη, έτσι έτρεξε στο δωμάτιό της, χώθηκε στο κρεβάτι και έκανε την κοιμισμένη.
Μακάβρια ευρήματα
Οι κάτοικοι της Βαρκελώνης έμειναν αποσβολωμένοι με την αποκάλυψη του σπιτιού της φρίκης. Όμως χειρότερες αποκαλύψεις επρόκειτο να γίνουν. Η έρευνα στο διαμέρισμα ανέδειξε ένα σπίτι εξαιρετικά πλούσιο και όμορφο. Κρύσταλλα και ασημικά στόλιζαν πανάκριβες βιτρίνες, μοναδικά χειροποίητα κομμάτια. Τα πάντα στο σπίτι ήταν ακριβά και σπάνιου γούστου.Σε ένα ντουλάπι οι αστυνομικοί βρήκαν αρκετά παιδικά ρούχα, αγοριών και κοριτσιών, κάλτσες και παπουτσάκια. Επίσης βρήκαν τα κουρελιασμένα ρούχα που η Enriqueta φορούσε όταν ζητιάνευε. Ένα πακέτο με κάρτες τράβηξε την προσοχή των αστυνομικών. Οι περισσότερες ήταν γραμμένες σε έναν αριθμητικό κώδικα και οι υπογραφές δεν ήταν παρά αρχικά. Επίσης ανακάλυψαν έναν κατάλογο με ονόματα, αρκετά επιφανών ατόμων, ώστε να αποτελέσει το μείζον θέμα συζήτησης της τοπικής κοινωνίας για το διάστημα που θα ακολουθούσε.
Στην κουζίνα του διαμερίσματος βρήκαν το σακί με τα ματωμένα ρούχα και το μαχαίρι, για το οποίο είχαν μιλήσει τα κορίτσια. Σε ένα άλλο δωμάτιο ανακάλυψαν έναν άλλο σάκο, γεμάτο παιδικά και βρεφικά ρούχα. Αλλά πιο μακάβρια ευρήματα θα ακολουθούσαν, Σε ένα ντουλάπι βρήκαν τα κομμένα ξανθά μαλλιά μιας μικρής καθώς και πάνω από τριάντα οστά μικρών παιδιών. Η ιατροδικαστική έρευνα διαπίστωσε ότι επρόκειτο για κνήμες, επιγονατίδες και ωλένες , που ανήκαν σε παιδιά πολύ μικρής ηλικίας. Τα μαλλιά, πιθανότατα, πωλούνταν για την κατασκευή περουκών.Αργότερα, στην απολογία της, η Enriqueta Marti είπε πως είχε τα οστά για να μελετά ανατομία. Όμως οι ιατροδικαστές κατέθεσαν πως είχαν υποστεί επεξεργασία για να τους αφαιρεθεί ο μυελός. Εξάλλου, στο σπίτι της Marti, ανακαλύφθηκε ένα δωμάτιο γεμάτο με φιάλες με ανθρώπινο λίπος και αίμα, κονιορτοποιημένα οστά, όλα πρώτες ύλες για τα φίλτρα και τα ελιξήρια της μάγισσας, που βρίσκονταν κι αυτά εκεί, αραδιασμένα σε ράφια, περιμένοντας τους αγοραστές.
Όμως οι ανατριχιαστικές ανακαλύψεις δεν θα περιορίζονταν στο σπίτι της οδού Ponent. Η Enriqueta, από τις δραστηριότητές της, είχε αποκτήσει μια σεβαστή περιουσία, μέρος της οποίας είχε επενδύσει σε ακίνητα. Ιδιοκτησίες της ήταν διασκορπισμένες σε ολόκληρη τη Βαρκελώνη, 14 συνολικά, στις οποίες είχε διαμείνει κατά διαστήματα, τα τελευταία δέκα χρόνια. Ήταν επόμενο η αστυνομία να τις ερευνήσει και αυτές. Αυτά που βρήκε συγκλόνισαν την κοινή γνώμη.
Σε ένα διαμέρισμα της οδού Tallers, ανακαλύφθηκαν τα πτώματα του Pepito κι ενός μικρού κοριτσιού. Σε έναν πύργο στο Sant Feliu de Llobregart βρέθηκε ένα μυστικό εργαστήριο, με συνταγές και υλικά για φίλτρα, καθώς και μια μακάβρια συλλογή της Enriqueta από μουμιοποιημένα μωρά. Σε ένα σπίτι στην οδό Jocs Florals de Sants, οι αστυνομικοί ανακάλυψαν κρανία παιδιών, μαλλιά και οστά. Και, βέβαια, ήταν πάνω από δύο τα σπίτια που λειτουργούσαν ως πορνεία με παιδιά.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου